Ο θυμός είναι το συναίσθημα που γεννιέται στο άτομο όταν πιστεύει ότι έχει αδικηθεί ή δεχθεί επίθεση ή ακόμα και όταν ο “επιτιθέμενος” έχει -σύμφωνα με το άτομο- παραβιάσει σημαντικούς κανόνες.
Κεντρικής σημασίας φαίνεται να είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης, της λογικής και της προσδοκίας. Το συναίσθημα του θυμού προκαλείται ακριβώς επειδή σύμφωνα με τις δικές μας πεποιθήσεις και τους δικούς μας κανόνες και τα “πρέπει”, το δίκαιο και οι προσδοκίες μας έχουν προδοθεί.
Εφόσον λοιπόν ο θυμός, όπως και κάθε άλλο συναίσθημα, έχει ως εκλυτικό γεγονός τις δικές μας γνωσίες, είναι αμιγώς δική μας υπόθεση το αν θα θυμώνουμε ή όχι και καθόλου μερίδιο σε αυτό δεν μπορεί να κατέχει κάποιος άλλος. Οι σκέψεις που κάνουμε μας οδηγούν στο να θυμώσουμε. Ο εαυτός μας είναι που προκαλεί ακόμα και το παραμικρό ίχνος οργής που νιώθουμε. Για να ελέγξετε την παραπάνω θεωρία, προσπαθήστε να θυμηθείτε τι ήταν αυτό που προηγήθηκε την τελευταία φορά που θυμώσατε. Στην πραγματικότητα, τα συναισθήματά μας πηγάζουν από την ερμηνεία που δίνουμε σε ένα γεγονός και όχι από το γεγονός καθεαυτό. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από το ότι το ίδιο γεγονός μπορεί σε ένα άτομο να προκαλέσει θυμό ενώ σε ένα άλλο όχι. Τέτοια παραδείγματα βρίθουν στην καθημερινή μας ζωή.
Τυπικό δείγμα σκέψεων που προηγούνται του θυμού είναι: “Οι άλλοι προσπαθούν να με βλάψουν ή με απειλούν”, “Κάποιοι έχουν παραβεί τους κανόνες” ή “Οι άλλοι με αδικούν με τη συμπεριφορά τους”. Τέτοιου είδους σκέψεις οδηγούν σε αρνητικά συναισθήματα εκνευρισμού, θυμού, οργής. Παράλληλα, συνοδεύονται από ποικίλα σωματικά συμπτώματα όπως ταχυπαλμία, σφίξιμο μυών, αύξηση της πίεσης.
Με ποιον τρόπο όμως μπορούμε να ελέγξουμε το θυμό μας; Το πρώτο βήμα είναι να εντοπίσουμε κάποια λάθη που κάνουμε στη σκέψη μας. Ένα αρκετά συχνό λάθος είναι να βάζουμε ετικέτες στους άλλους. Κανένας δεν μπορεί, λόγου χάρη, να είναι απόλυτα “χαζός” ή απόλυτα “έξυπνος”. Το μόνο που κερδίζουμε είναι να λειτουργούν αυτές οι ετικέτες σαν αυτοεκπληρούμενες προφητείες: το επίθετο με το οποίο έχουμε χαρακτηρίσει κάποιον επηρεάζει τη συμπεριφορά μας απέναντί του και κατά συνέπεια τη δική του συμπεριφορά απέναντι σε εμάς.
Ένα δεύτερο λάθος είναι το διάβασμα της σκέψης των άλλων. Πολύ συχνά πιστεύουμε ότι κάποιος μας αντιπαθεί ή θέλει να μας κάνει κακό ή να μας αδικήσει, χωρίς στην ουσία να έχουμε κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό. Πρόκειται για ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, για μια δική μας και μόνο σκέψη που καθίσταται ικανή να μας γεννήσει θυμό.
Το τρίτο λάθος στη σκέψη μας είναι η διόγκωση της σημασίας ενός αρνητικού γεγονότος. Αναπόφευκτα αυτό θα προκαλέσει την αύξηση της έντασης και της διάρκειας της συναισθηματικής αντίδρασης.
Η τελευταία και ίσως σημαντικότερη αιτία πρόκλησης του θυμού είναι όπως προαναφέρθηκε, η αντίληψη για την αδικία που ασκείται σε βάρος μας. Τα “πρέπει” και τα “δεν πρέπει” είναι υποκειμενικές πεποιθήσεις. Όσο καθολικοί και αν είναι κάποιοι κανόνες, τα συναισθήματα δεν μπορούν να είναι “απόλυτα” γιατί δεν είμαστε όλοι όμοιοι. Η δικαιοσύνη είναι σχετική, εξαρτάται από το πλαίσιο αναφοράς και τον παρατηρητή.
Παρ’ όλα αυτά, κανένας δε συμβουλεύει να φτάσουμε στο άλλο άκρο και να μη θυμώνουμε ποτέ. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι σε ποιο σημείο να τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή. Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε “Ο θυμός μου είναι χρήσιμος; Με βοηθά να επιτύχω έναν επιθυμητό στόχο ή απλά με υποτιμά;”. Είναι άλλωστε αναμφίβολο ότι ο θυμός μπορεί να είναι προσαρμοστικός και αποτελεσματικός σε κάποιες καταστάσεις.