Η λύπη είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που δημιουργείται από μια πραγματική αντίληψη ενός αρνητικού γεγονότος που αφορά απώλεια ή απογοήτευση. Δεν είναι σε καμία περίπτωση προϊόν διαστρεβλωμένων σκέψεων και αντιλήψεων. Το συναίσθημα της λύπης αυξάνει τον ανθρωπισμό μας και δίνει βάθος στο νόημα της ζωής. Με τον τρόπο αυτό, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, κερδίζουμε από την απώλειά μας. Παράλληλα, μας δίνεται η δυνατότητα να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο την άλλη πλευρά του δίπολου, τις ευχάριστες στιγμές και το συναίσθημα της χαράς.
Δε θα πρέπει όμως να συγχέουμε τη λύπη με την κατάθλιψη. Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που πηγάζει πάντα από σκέψεις που είναι κατά κάποιον τρόπο παραμορφωμένες. Σκέψεις που μας γεμίζουν με συναισθήματα αυτολύπησης και απόγνωσης, όπως “Ποτέ ξανά στη ζωή μου δε θα ευτυχήσω”, είναι οπωσδήποτε βασισμένες σε ένα λανθασμένο τρόπο σκέψης και είναι βέβαιο ότι θα μας οδηγήσουν στην ήττα και την απελπισία.
Τόσο η λύπη όσο και η κατάθλιψη μπορούν να εκδηλωθούν και μετά από μια αποτυχία των προσπαθειών μας να εκπληρώσουμε ένα στόχο τεράστιας προσωπικής σημασίας. Η λύπη αφορά μια διακύμανση του συναισθήματος και έχει κάποιο χρονικό όριο. Ποτέ δεν προκαλεί την ελάττωση της αυτοεκτίμησής μας. Η κατάθλιψη, αντίθετα, είναι περισσότερο καθηλωμένη. Τείνει να συνεχίζεται ή να επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον και προκαλεί πάντα μείωση της αυτοεκτίμησης.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως όταν συμβαίνει ένα αρνητικό γεγονός τα συναισθήματά μας δημιουργούνται αποκλειστικά από τον τρόπο σκέψης και αντίληψής μας. Τα συναισθήματα πηγάζουν από τη σημασία που εμείς οι ίδιοι αποδίδουμε στις διάφορες καταστάσεις. Αν λοιπόν παρατηρήσουμε τις σκέψεις που μας προκαλούν τα δυσάρεστα συναισθήματα, εντοπίσουμε τα λάθη που κάνουμε όπως για παράδειγμα η καταστροφοποίηση και η χρήση των λέξεων “ποτέ” και “πάντα” και τα εξαλείψουμε, θα ανακαλύψουμε ότι η αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος θα είναι λιγότερο επώδυνη.